μάνλιχερ

μάνλιχερ
το
άκλ. (λ. γερμ.), είδος όπλου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μάνλιχερ — και μάλινχερ, το τύπος οπισθογεμούς επαναληπτικού όπλου με ευρύτατη στρατιωτική χρήση στο παρελθόν, που πήρε την ονομασία του από το επών. τού κατασκευαστή του. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το επών. τού Αυστριακού εφευρέτη F. Mannlicher, που τό κατασκεύασε] …   Dictionary of Greek

  • Mannlicher-Schönauer — (Military version) Mannlicher Schönauer rifle Y1903/14 Type Bolt action rifle Place  …   Wikipedia

  • μάλινχερ — το βλ. μάνλιχερ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”